- σπουργίτι
- [спургити] ουσ. о. воробей.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σπουργίτι — το, Ν βλ. σπουργίτης … Dictionary of Greek
σπουργιτάκι — το, Ν [σπουργίτι] μικρό σπουργίτι … Dictionary of Greek
καλλιστρούθια — καλλιστρούθια, τὰ (Α) είδος σύκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + στρούθια (< στρουθός «σπουργίτης»). Το σπουργίτι αναφέρεται στις ονομασίες και άλλων καρπών ή φυτών (πρβλ. στρούθεια μῆλα «κυδώνια», στρούθειον «σαπουνόρριζα»)] … Dictionary of Greek
πασσερίνα — η βοτ. είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. passerina (< λατ. passer, eris «σπουργίτι» + κατάλ. ina)] … Dictionary of Greek
ρόβιλλος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «βασιλίσκος ὄρνις». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα ιλος (με εκφραστικό διπλασιασμό), το οποίο απαντά και σε άλλα ονόματα πτηνών (πρβλ. ορχ ίλος, τροχ ίλος, φρυγ ίλος). Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με το… … Dictionary of Greek
σποργίλος — ὁ, Α είδος πουλιού, πιθ. ο σπουργίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. σποργ ίλος / σπέργ ουλος συνδέονται με τ. τής Γερμανικής και Βαλτικής με σημ. «σπουργίτι» και φωνηεντισμό e, όπως αρχ. άνω γερμ. sperka, αρχ. πρωσ. spergla (και με διαφορετικό φωνηεντισμό… … Dictionary of Greek
σπουργίτης — Κοινό όνομα μεικών παμφάγων στρουθιόμορφων, που ανήκουν όλα σχεδόν στην οικογένεια των Πλοκεϊδών. Τα πουλιά αυτά έχουν μικρές διαστάσεις, πόδια λεπτά αλλά δυνατά, ράμφος κοντό, κωνικού σχεδόν σχήματος, και χαρακτηρίζονται γενικά από το ζωηρό… … Dictionary of Greek
φλώρι — το, Ν ζωολ. άλλη κοινή ονομασία τού πουλιού φλώρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλώρος, κατά τα ον. πτηνών σε ι (πρβλ. σπουργίτι, χελιδόνι κ.ά.)] … Dictionary of Greek
Πλοκεΐδες — (Ploceidae). Οικογένεια στρουθιόμορφων πτηνών, τα περισσότερα από τα οποία ζουν στην Αφρική και την Ασία. Έχουν κωνικό, δυνατό ράμφος, με το οποίο σπάζουν τους σπόρους, που για τα περισσότερα είναι η κυριότερη τροφή. Τα αρσενικά έχουν λαμπερό… … Dictionary of Greek
σπουργίτης — σπουργίτης, ο και σπουργίτι, το είδος μικρού πουλιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσίμπημα — το, ατος 1. κέντημα, αγκύλωμα με αιχμηρό αντικείμενο: Τσίμπημα καρφίτσας. 2. δυνατή πίεση του δέρματος, που γίνεται με τα δάχτυλα (με αντίχειρα και δείχτη) και που προκαλεί πόνο, τσιμπιά, τσιμπηματιά: Από τα τσιμπήματα μελάνιασε το μπράτσο της. 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)